- διόφθαλμος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δύο μάτια2. «διόφθαλμη όραση» — το να βλέπει κανείς τα αντικείμενα ως απλά ενώ σχηματίζονται διπλά είδωλα στα μάτια3. το ουδ. ως ουσ. το διόφθαλμοκάθε οπτικό όργανο που επιτρέπει την ταυτόχρονη παρατήρηση και με τα δύο μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].
Dictionary of Greek. 2013.